τριχομονάδες

τριχομονάδες
Γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων της τάξης των πολυμαστιγωτών που προκαλούν νόσημα των ουρογεννητικών οργάνων των γυναικών. Οι άνδρες προσβάλλονται σπανιότερα από τ. και μόνο ύστερα από σεξουαλική επαφή με γυναίκα που πάσχει από το νόσημα. Οι τ. στις γυναίκες εκδηλώνονται ως πολύ ενοχλητική λευκόρροια, που συνοδεύεται από κνησμό και κάψιμο στα έξω γεννητικά όργανα και από έντονη ερυθρότητα του βλεννογόνου των τοιχωμάτων του κόλπου και του τραχήλου της μήτρας. Μερικές φορές, στον βλεννογόνο των έξω γεννητικών οργάνων, σχηματίζονται επιφανειακά οδυνηρά έλκη. Στον κόλπο υπάρχει ένα πολύ γκριζωπό ή πυώδες έκκριμα, κατά κανόνα αφρώδες. Μερικές φορές παρατηρούνται διαταραχές στα έμμηνα, πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή, συχνουρία και πόνος κατά την ούρηση. Όλα αυτά τα συμπτώματα στο χρόνιο στάδιο είναι πολύ ηπιότερα. Οι τ. δεν παρασιτούν μόνο στον βλεννογόνο του κόλπου και της ουρήθρας, αλλά μπορούν ακόμα να εισδύσουν και στην ουροδόχο κύστη, στους ουρητήρες, στους νεφρικούς κάλυκες, στην κοιλότητα της μήτρας και στις σάλπιγγες. Στους άνδρες μπορεί να εισδύσουν στον προστάτη, στις σπερματοδόχους κύστεις και στην επιδιδυμίδα. Οι τ. στον άνδρα εκδηλώνονται με λίγα βλεννώδη ή βλεννοπυώδη εκκρίματα από την ουρήθρα, με κνησμό και μερικές φορές με δυνατό πόνο κατά την ούρηση. Η εξωσεξουαλική λοίμωξη στις γυναίκες είναι σπάνια, γιατί οι τ. δεν ζουν πολύ όταν βγουν στο φως. Τα κορίτσια μπορεί να μολυνθούν από τη μητέρα τους, όταν αυτή πάσχει από τ., τόσο στη διάρκεια του τοκετού, όσο και με μολυσμένα από τ. χέρια ή ασπρόρουχα. Τις τ. καταπολεμούν κυρίως οι μαιευτήρες γυναικολόγοι, οι αφροδισιολόγοι και οι ουρολόγοι.
* * *
οι, Ν
ζωολ. τάξη μαστιγοφόρων πρωτοζώων που ανήκει στην ομοταξία ζωομαστιγοφόρα και έχει ως τυπικό γένος την τριχομονάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. τριχομονάδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολπίτιδα — Φλεγμονή του κόλπου, που οφείλεται σε τραυματικές, φυσικές, χημικές αιτίες, σε λοίμωξη (από μύκητες, τριχομονάδες κλπ.) ή σε ανεπάρκεια οιστρογόνων (ατροφική κ. μετά την εμμηνόπαυση). Μπορεί να επεκταθεί σε τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα ή φλεγμονή… …   Dictionary of Greek

  • πολυμαστιγωτά — τα, Ν ζωολ. τάξη παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτόζωων, με πάμπολλα μαστίγια και με διατροφή σαπροζωική ή ολοζωική, αλλ. τριχομονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polymastigota < πολυ * + μάστιξ, ιγος] …   Dictionary of Greek

  • τριχομονάδα — και λόγιος τ. τριχομονάς, άδος, η, Ν ζωολ. γένος παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτοζώων τής τάξης τριχομονάδες, τα οποία είναι παράσιτα εντόμων, μαλακίων, σκωλήκων, ιχθύων, βατράχων, ερπετών, πτηνών και θηλαστικών, καθώς και τού ανθρώπου, και… …   Dictionary of Greek

  • μαστιγοφόρα ή μαστιγωτά — Ομοταξία πρωτοζώων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός ή περισσότερων μαστιγίων ως οργανίδια κίνησης, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Τα μ. θεωρούνται τα πιο πρωτόγονα από όλες τις ομάδες των πρωτοζώων. Αποτελούν έναν σύνδεσμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”